περεχύνω
Смотреть что такое "περεχύνω" в других словарях:
περεχύνω — βλ. περιχύνω … Dictionary of Greek
περιχύνω — και περεχύνω και περιχώ και περεχώ Ν 1. χύνω υγρό πάνω σε ένα πράγμα βρέχοντας το σε όλη την επιφάνεια, περιβρέχω, διαβρέχω, περιχέω 2. μέσ. περιχύνομαι μτφ. ξεχύνομαι ολόγυρα, απλώνομαι πάνω από κάτι καλύπτοντάς το από παντού («νύχτα περιχύνεται … Dictionary of Greek